φλέγω

φλέγω
ΝΜΑ
1. καίω με φλόγα, φλογίζω, πυρπολώ («φλέγον ἀκτῖσιν ἥλιος χθόνα», Αισχύλ.)
2. μτφ. εξάπτω, διεγείρω, ανάβω (α. «τόν φλέγει η επιθυμία του» β. «Ἄρεα... ὅς... φλέγει με», Σοφ.)
νεοελλ.
1. μέσ. φλέγομαι
μτφ. α) κατέχομαι από ζήλο ή από έντονη επιθυμία για κάτι («φλέγεται από έρωτα»)
β) είμαι πολύ ζεστός («φλέγεται από πυρετό»)
2. φρ. «φλέγον ζήτημα» — μεγάλης σημασίας ζήτημα, τού οποίου η αντιμετώπιση επείγει
αρχ.
1. (μτβ.) α) προκαλώ ανάφλεξη, ανάβω («Ζεὺς διὰ χειρὸς βέλος φλέγων», Αισχύλ.)
β) μτφ. i) αφιερώνω («βωμοὶ δώροισι φλέγονται», Αισχύλ.)
ii) κάνω κάποιον ένδοξο («σὲ φλέγοντι Χάριτες», Πίνδ.)
2. (αμτβ.) α) (για φωτιά, πυρσούς) αναδίδω φλόγες, φλογίζομαι, καίγομαι
β) εκπέμπω φως, φωτίζω
γ) λάμπω («ἄνθεμα χρυσοῦ φλέγει», Πίνδ.)
δ) μτφ. i) (για οργή) εκρήγνυμαι, ξεσπώ
ii) γίνομαι ένδοξος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φλέγω ανάγεται στην απαθή βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *bhl-eg-, η οποία αποτελεί παρεκτεταμένη, με λαρυγγικό *-g-, μορφή τής ρίζας *bhel- «λάμπω, αστραφτερός, λευκός» (πρβλ. φαλός), και συνδέεται με τα: αρχ. άνω γερμ. blecchan «παρουσιάζω κάτι, γίνομαι ορατός», γερμ. blecken «δείχνω τα δόντια», ολλ. blaken «φλέγομαι, καίγομαι» (τα οποία ανάγονται στην ετεροιωμένη βαθμίδα *bhl-og-) και με τα λατ. fulgo, fulgeo «αστράφτω» (από την συνεσταλμένη βαθμίδα *bhl-g-) και flagro «φλέγομαι», flamma «φλόγα» (με επιθήματα σε -r- και -m- αντίστοιχα). Παρλλ. προς τη ρίζα *bhel- / *bhl-eg- τού φλέγω απαντά και ΙΕ ρίζα *bher- / *bhr-eg με την ίδια σημ. στην οποία ανάγονται τα: γοτθ. bairhts «αστραφτερός, λαμπερός», αγγλ. bright «λαμπερός, φωτεινός», γαλατ. berth «αστραφτερός, ωραίος», ενώ υπάρχουν και ορισμένοι τ. όπως τα αρχ. ινδ. bhrājate «λάμπει, αστράφτει», bhargas- «λάμψη», αβεστ. brāzaiti «λάμπει», για τους οποίους παραμένει ανεξακρίβωτο σε ποια από τις δύο οικογένειες πρέπει να ενταχθούν. Το ρ. φλέγω απαντά στα παρ. του με τις μορφές: α) φλεγ- τής απαθούς βαθμίδας (πρβλ. φλεγ-ιῶ, φλέξ-ις), συχνά εκτεταμένη με επιθήματα σε *-r, -*u, *-m, *-s, με αποτέλεσμα τη δημιουργία νέων μορφών θ.: φλεγρ- (πρβλ. Φλέγρ-α), φλεγυ- (πρβλ. φλεγυ-, φλεγυ-ρός), φλεγμ- (πρβλ. φλέγμ-α, φλεγμ-ονή), φλεγεσ- (πρβλ. φλέγος, και τα σύνθ. σε -φλεγής) και β) φλογ- τής ετεροιωμένης βαθμίδας στον τ. φλόξ, φλογός και στα παράγωγα και σύνθετά του. Το ρ. φλέγω, τέλος, είναι κυρίως ποιητικό και δεν απαντά συχνά στον πεζό λόγο, σε αντίθεση με τα παράγωγά του, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν ευρύτατα στο ιατρικό λεξιλόγιο (πρβλ. φλέγμα, φλεγμονή).
ΠΑΡ. φλέγμα, φλεγμονή, φλόξ(-γα)
αρχ.
φλεγιώ, φλεγμός, φλέγος, φλεγύας, φλεγυρός, φλέξις
μσν.
φλεκτικός
νεοελλ.
φλεκτήρας, φλέκτης.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αναφλέγω, διαφλέγω, καταφλέγω
αρχ.
αντιφλέγω, εγκαταφλέγω, εκφλέγω, εμφλέγω, επιφλέγω, περιφλέγω, προσαναφλέγω, συγκαταφλέγω, συμφλέγω, συναναφλέγω, υπαναφλέγω, υπερφλέγω, υποφλέγω
νεοελλ.
προαναφλέγω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φλέγω — burn pres subj act 1st sg φλέγω burn pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλέγω — έφλεξα 1. μτβ., καίω κάτι με φλόγα, πυρπολώ, φλογίζω: Το δάσος φλεγόταν δύο ημέρες. 2. μτφ., ερεθίζω, διεγείρω, κορώνω, ξανάβω. 3. ενθουσιάζω, διεγείρω ενθουσιασμό: Φλεγόταν από έρωτα γι αυτή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φλέγεσθον — φλέγω burn pres imperat mp 2nd dual φλέγω burn pres ind mp 3rd dual φλέγω burn pres ind mp 2nd dual φλέγω burn imperf ind mp 2nd dual (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλέγον — φλέγω burn pres part act masc voc sg φλέγω burn pres part act neut nom/voc/acc sg φλέγω burn imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) φλέγω burn imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλέγεσθε — φλέγω burn pres imperat mp 2nd pl φλέγω burn pres ind mp 2nd pl φλέγω burn imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλέγετε — φλέγω burn pres imperat act 2nd pl φλέγω burn pres ind act 2nd pl φλέγω burn imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλέγῃ — φλέγω burn pres subj mp 2nd sg φλέγω burn pres ind mp 2nd sg φλέγω burn pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλέξαι — φλέγω burn aor imperat mid 2nd sg φλέγω burn aor inf act φλέξαῑ , φλέγω burn aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλέξει — φλέγω burn aor subj act 3rd sg (epic) φλέγω burn fut ind mid 2nd sg φλέγω burn fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλέξον — φλέγω burn aor imperat act 2nd sg φλέγω burn fut part act masc voc sg φλέγω burn fut part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”